λάμβλια

λάμβλια
η
ζωολ. ζωομαστιγοφόρο παράσιτο τού εντέρου τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών που σχηματίζει ωοειδείς κύστεις και μπορεί να γίνει παθογόνο, ιδίως σε μικρά παιδιά και εξασθενημένα άτομα, προκαλώντας τη λαμβλίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lamblia < όν. τού Wilhelm Dusan Lambl, Αυστριακού γιατρού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαμβλίαση — η ιατρ. κοσμοπολιτική παρασίτωση που οφείλεται στο μαστιγοφόρο πρωτόζωο λάμβλια, αλλ. γιαρδίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lambliasis < νεολατ. lamblia (< όν., τού W. D. Lambl, Αυστριακού γιατρού) + κατάλ. iasis] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”